θεόπνευστος

θεόπνευστος
θεόπνευστος, ον (s. θεός, πνέω; Ps.-Phocyl. 129 τῆς θεοπνεύστου σοφίης λόγος ἐστὶν ἄριστος [s. Horst 201f]; Plut., Mor. 904f; Vett. Val. 330, 19; Ps.-Callisth. 1, 25, 2; SibOr 5, 308; 406; TestAbr A 20 p. 103, 22 [Stone p. 54] μυρίσμασι θ.; for the idea, cp. θεία ἐπίπνοια SIG 695, 12; on these texts and others, s. BWarfield, Revelation and Inspiration 1927, 229–59; New Docs 3, 30; also 1, 15) inspired by God 2 Ti 3:16 (MAustin, ET 93, ’81, 75–79 ‘expiration’).—DELG s.v. πνέω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόπνευστος — inspired of God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπνευστος — η, ο (AM θεόπνευστος, ον) αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα») αρχ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ ανά πνευστος, ηδύ πνευστος] …   Dictionary of Greek

  • θεόπνευστος — η, ο αυτός που εμπνέεται από το Θεό: Θεόπνευστος προφήτης. – Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστο βιβλίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοπνεύστως — θεόπνευστος inspired of God adverbial θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπνευστον — θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc sg θεόπνευστος inspired of God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστοιο — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστοις — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστοισιν — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστου — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστους — θεόπνευστος inspired of God masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπνεύστων — θεόπνευστος inspired of God masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”